- ἀέλλης
- ἄελλαstormy windfem gen sg (attic epic ionic)ἄελλαstormy windfem gen sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αελλής — ἀελλὴς κονίσαλος, ο (Α) (στον Όμηρο) περιδινούμενος κονιορτός, δίνη κονιορτού, σκόνης. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. μεταπλασμένος τ. τού ἀολλής με επίδραση τής λ. ἄελλα. Ο τ. ἀελλῆς πιθ. συνηρ. τ. αντί τού ἀελλήεις] … Dictionary of Greek
ἀελλής — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀελλῇσι — ἀελλής masc dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀελλάς — storm swift fem nom sg ἀελλά̱ς , ἀελλής masc acc pl ἀελλά̱ς , ἀελλής masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άελλα — Μυθολογικό πρόσωπο. Μία από τις Αμαζόνες, αδελφή της Κελαινούς. Αντιμετώπισε πρώτη τον Ηρακλή όταν ήρθε στη Θεμίσκυρα για να εκτελέσει τον ένατο άθλο του, δηλαδή να αφαιρέσει τον ζωστήρα της Αμαζόνας Ιππολύτης. Η Ά. σκοτώθηκε μαζί με πολλές άλλες … Dictionary of Greek
ἀελλάων — ἀελλά̱ων , ἄελλα stormy wind fem gen pl (epic aeolic) ἀελλά̱ων , ἄελλα stormy wind fem gen pl (epic aeolic) ἀελλά̱ων , ἀελλής masc gen pl (epic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀελλῶν — ἄελλα stormy wind fem gen pl ἄελλα stormy wind fem gen pl (epic) ἀελλής masc gen pl ἀελλός masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
u̯el-3 — u̯el 3 English meaning: to press, push Deutsche Übersetzung: “drängen, pressen, zusammendrängen, einschließen” Material: Hom. εἴλω (*Fέλ νω); Inf. Aor. ἔλσαι and with suggestion ἐέλσαι, Aor. pass. ἐάλην, ἀλήμεναι, ep. Ion. εἰλέω… … Proto-Indo-European etymological dictionary